- χάλκανθος
- χάλκανθοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάλκανθος — ὁ, Α το χάλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χάλκανθον, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χαλκάνθους — χάλκανθος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλακτικός — ή, όν Α [σταλακτός] φρ. «χάλκανθος σταλακτικός» ο σταλαγμίας* … Dictionary of Greek
χάλκανθον — τὸ, ΜΑ μσν. το χρυσάνθεμο αρχ. θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ԱՐՋԱՍՊ — (ոյ, ով.) NBH 1 0375 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 13c, 14c, 15c գ. ԱՐՋԱՍՊ գրի եւ ԱՌՋԱՍՊ, կամ ԱՐՋԱՍՊՆ, ի. χάλκανθον կամ χάλκανθος, θη chalcanthum, atramentum sutorium, vitriolum Մետաղ թափանցիկ իբրեւ ապակի շառագոյն՝ լաւն կանաչագոյն, ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԺԱՆԳԱՌ — ( ) NBH 1 0831 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c ա. ԺԱՆԳԱՌ կամ ԺԱՆԿԱՌ. Որոյ առեալ է յինքն զժանկ, զփտութիւն. ժանկահար. որդնահար. ապականեալ, փտեալ. *Սոյնպիսիք իցեն սերմանիք ամուլք եւ ժանկառք, ազազունք եւ սինեալ. Ագաթ.: գ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χαλκάνθου — χάλκανθον solution of blue vitriol neut gen sg χάλκανθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκάνθῳ — χάλκανθον solution of blue vitriol neut dat sg χάλκανθος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκανθον — solution of blue vitriol neut nom/voc/acc sg χάλκανθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)